- θήλειαν
- θάλλωsproutaor opt act 3rd plθῆλυςfemalefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηλειᾶν — θῆλυς female fem gen pl (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασιγάζω — (AM κατασιγάζω) 1. κάνω κάποιον να σωπάσει, επιβάλλω σιγή («κατασιγάζειν σάλπιγγα», Αιλ.) 2. καταπραΰνω, καταστέλλω (α. «κατασιγάζω τα πάθη» β. «ἐνίοτε φασὶν οἱ ἔμπειροι τὸν ἄρρενα προσιόντα τὴν θήλειαν κατασιγάζειν», Αριστοτ.) αρχ. παθ.… … Dictionary of Greek
Ενάρεες ή Ενάριες — Σκυθικός πολεμικός λαός. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, στους Ε. αποδίδεται η κατηγορία της ιεροσυλίας του ναού της Αφροδίτης Ουρανίας. Η πράξη αυτή προκάλεσε την οργή της θεάς, η οποία τους τιμώρησε με τη λεγόμενη θήλειαν νόσον, ενώ… … Dictionary of Greek